- αγκλεουρίζω
- βλ. αγλεουρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγλεουρίζω — και αγκλεουρίζω [αγλέουρας] 1. δηλητηριάζω τα νερά ποταμού, λίμνης ή θάλασσας με αγλέουρα, για να πιάσω τα ψάρια ή τα χέλια που θα δηλητηριαστούν με αυτόν τον τρόπο 2. ψαρεύω σε ποταμό, λίμνη ή θάλασσα, αφού προηγουμένως δηλητηριάσω τα νερά με… … Dictionary of Greek